-ώ
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- -ώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ῶ, συνηρημένη κατάληξη ρημάτων σε -άω ή -έω ή -όω
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-ώ → δείτε και το άτονο -ω
- ρηματική κατάληξη για τα ρήματα 2ης συζυγίας
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -ώ | ||
γενική | της | -ώς & -ούς | ||
αιτιατική | τη(ν) | -ώ | ||
κλητική | -ώ | |||
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη. | ||||
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -ώ | ||
γενική | της | -ώς | ||
αιτιατική | τη(ν) | -ώ | ||
κλητική | -ώ | |||
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- -ώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ώ
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-ώ θηλυκό
- κατάληξη θηλυκών
ΠηγέςΕπεξεργασία
- -ώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | -ώ | ||
γενική | τῆς | -οῦς | ||
δοτική | τῇ | -οῖ | ||
αιτιατική | τὴν | -ώ | ||
κλητική ὦ! | -οῖ | |||
Πολλά θηλυκά, με γενική ενικός -όος & -οῦς, όπως φειδώ | ||||
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-ώ θηλυκό