Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η φειδώ
      γενική της φειδώς
φειδούς
    αιτιατική τη φειδώ
     κλητική φειδώ
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη.
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φειδώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φειδώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φειδώ θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική φειδώ
      γενική τῆς φειδόος
φειδοῦς
      δοτική τῇ φειδοῖ
    αιτιατική τὴν φειδώ
     κλητική ! φειδοῖ
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'φειδώ' όπως «φειδώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φειδώ < (φείδομαι) φειδ- +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φειδώ θηλυκό

  1. η συγκρατημένη συμπεριφορά στα έξοδα και στη χρήση αγαθών, η λιτότητα, η οικονομία
    τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ (μην κάνετε πολλή οικονομία στη σεμνότητα)
    (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
  2. η λύπηση, ο οίκτος, το να χαρίζεσαι
    οὔτε φειδώ τῶν παίδων οὔτ᾽ ἔλεον ἔσχον (δεν λυπήθηκαν ούτε τα παιδιά, ούτε σ' αυτά χαρίστηκαν)
    (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    ἄνευ παντὸς οἴκτου καὶ φειδοῦς (αλύπητα)
    (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία