αγαθό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγαθό | τα | αγαθά |
γενική | του | αγαθού | των | αγαθών |
αιτιατική | το | αγαθό | τα | αγαθά |
κλητική | αγαθό | αγαθά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγαθό < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγαθόν[1], ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγαθός, ἀγαθός
- για την οικονομία < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική biens
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣaˈθo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐θό
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγαθό ουδέτερο
- (νομικός όρος) αξία αλλά και ουσία ή αντικείμενο ή είδος απαραίτητο ή πάντως ιδιαίτερα χρήσιμο στην κοινωνία ή στο άτομο, οπότε συνδέεται στενά με την έννοια του "δικαιώματος σε.."
- ⮡ μεταξύ των εννόμων αγαθών συγκαταλέγεται η ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια
- ⮡ πολλά αγαθά είναι πια εν ανεπαρκεία
- ⮡ ο αέρας και το νερό ήταν ανέκαθεν μεταξύ των ελεύθερων αγαθών, αλλά τώρα αυτό αμφισβητείται ως προς το νερό
- ⮡ στην προκειμένη περίπτωση έχουμε σύγκρουση αγαθών, γιατί ο νομοθέτης πρέπει ουσιαστικά να επιλέξει ποια από τις δύο εξίσου σημαντικές ανάγκες θα καλύψει
- (οικονομία) μέσο ικανοποίησης αναγκών
- ⮡ τα αγαθά (στον πληθυντικό)
- (φιλοσοφία) κάτι που έχει την υπέρτατη αξία
- (ιατρική) δημώδης ευφημιστική ονομασία της νόσου ερυσίπελας (→ δείτε τη λέξη αγαθόχορτο)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγαθό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααγαθό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αγαθός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αγαθός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγαθό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αγαθό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)