Δείτε επίσης: ἀγαθός, Αγαθός

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγαθός η αγαθή το αγαθό
      γενική του αγαθού της αγαθής του αγαθού
    αιτιατική τον αγαθό την αγαθή το αγαθό
     κλητική αγαθέ αγαθή αγαθό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγαθοί οι αγαθές τα αγαθά
      γενική των αγαθών των αγαθών των αγαθών
    αιτιατική τους αγαθούς τις αγαθές τα αγαθά
     κλητική αγαθοί αγαθές αγαθά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αγαθός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγαθός

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɣaˈθos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐θός

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

αγαθός, -ή, -ο

  1. που ενεργεί με καλές και αγνές προθέσεις, και που δε συνυπολογίζει τις αρνητικές παραμέτρους είτε από αφέλεια είτε από συνειδητή επιλογή
    είναι αγαθός, άκακος και αγνός χαρακτήρας
  2. αφελής και απλοϊκός
     συνώνυμα: αγαθιάρης
  3. που έχει νοητική υστέρηση, βλάκας

ΣημειώσειςΕπεξεργασία

  • σημασία: αφελής/απλοϊκός: από το Μεσαίωνα και μετά → δείτε και τη λέξη αγαθιάρης
  • στην αρχαιότητα: το θετικό άτομο. Την ίδια έννοια είχε και στην πρώτη περίοδο του Χριστιανισμού. → δείτε την έκφραση καλός κἀγαθός

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

δείτε επίσης:

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αγαθός αρσενικό