αγαθός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αγαθός | η | αγαθή | το | αγαθό |
γενική | του | αγαθού | της | αγαθής | του | αγαθού |
αιτιατική | τον | αγαθό | την | αγαθή | το | αγαθό |
κλητική | αγαθέ | αγαθή | αγαθό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αγαθοί | οι | αγαθές | τα | αγαθά |
γενική | των | αγαθών | των | αγαθών | των | αγαθών |
αιτιατική | τους | αγαθούς | τις | αγαθές | τα | αγαθά |
κλητική | αγαθοί | αγαθές | αγαθά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αγαθός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγαθός[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣaˈθos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐θός
Επίθετο
επεξεργασία
αγαθός, -ή, -ο
- που ενεργεί με καλές και αγνές προθέσεις, και που δε συνυπολογίζει τις αρνητικές παραμέτρους είτε από αφέλεια είτε από συνειδητή επιλογή
- ⮡ είναι αγαθός, άκακος και αγνός χαρακτήρας
- αφελής και απλοϊκός
- (μειωτικό) που έχει νοητική υστέρηση, βλάκας
Σημειώσεις
επεξεργασία- σημασία: αφελής/απλοϊκός: από το Μεσαίωνα και μετά → δείτε και τη λέξη αγαθιάρης
- στην αρχαιότητα: το θετικό άτομο. Την ίδια έννοια είχε και στην πρώτη περίοδο του Χριστιανισμού. → δείτε την έκφραση καλός κἀγαθός
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- αγαθοεργία
- αγαθοεργός
- αγαθοποιός
- Αγαθοκλής
- Αγαθόκλεια
- Αγαθάγγελος
- Αγαθόφυτο (άγριο σπανάκι)
- Αγαθόφυλλο
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγαθός
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αγαθός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία
- αγαθός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)