αγαθός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αγαθός < αρχαία ελληνική ἀγαθός < ἀχασός και ἀγασός (δωρ.) που πιθανόν να προέρχονται από το ρήμα χασέω -είχε την έννοια του χωρίζω αλλά και του επιθυμώ διακαώς
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αγαθός, -ή, -ο
- αυτός που ενεργεί με καλές και αγνές προθέσεις, και που δεν συνυπολογίζει τις αρνητικές παραμέτρους είτε από αφέλεια είτε από συνειδητή επιλογή.
- αφελής και απλοϊκός
- αυτός που έχει νοητική υστέρηση, βλάκας
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
Πιο συχνά χρησιμοποιείται με την έννοια του αφελή/απλοϊκού από το Μεσαίωνα και μετά παρά με εκείνη αυτού που περιφρονεί το κακό από επιλογή. Στην αρχαιότητα δεν είχε την έννοια του αφελούς και χαρακτήριζε το αμιγώς θετικό άτομο. Την ίδια έννοια είχε και στην πρώτη περίοδο του Χριστιανισμού.
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- αγαθός άνθρωπος
- δεν καταλαβαίνει πού το πάνε, είναι αγαθιάρης
- Αυτό αναφέρεται στον «Αγαθούλη» (Candide) του Βολταίρου, που κοροϊδεύει τον Λάιμπνιτζ και την αισιοδοξία του ως αφέλεια
- είναι καλός κἀγαθός (και αγαθός). Φράση που σήμαινε για τον Ηρόδοτο και γενικά για τους αρχαίους Ελληνες τον ηθικό και χρήσιμο πολίτη
- «Αγαθών, αγαθίδες» Αρχαία παροιμία, που σήμαινε ότι όταν έκανες ένα καλό, εισέπραττες την ευγνωμοσύνη σε πολλαπλάσια αγαθά -η αγαθίδα ήταν το κουβάρι.
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
{{{{|κολώνες=3}}
- αγαθοεργία
- αγαθοεργός
- αγαθοποιός
- αγαθόφρων
- Αγαθοσθένης
- Αγαθοκλής
- Αγαθόκλεια
- Αγαθόβουλος
- Αγαθόνικος
- Αγάθοπος
- Αγαθάγγελος
- Αγαθόφυτο (άγριο σπανάκι)
- Αγαθόφυλλο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αγαθός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αγαθός αρσενικό
- (ναυτικός όρος) τμήμα της καρίνας