Αγαθό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Αγαθό | τα | Αγαθά |
γενική | του | Αγαθού | των | Αγαθών |
αιτιατική | το | Αγαθό | τα | Αγαθά |
κλητική | Αγαθό | Αγαθά | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αγαθό < αγαθό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγαθός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣaˈθo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐γα‐θό
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑγαθό ουδέτερο