Ετυμολογία 1

επεξεργασία
αγαθά < αγαθ(ός) +

Επίρρημα

επεξεργασία

αγαθά (τροπικό επίρρημα)

  • καλοπροαίρετα, αλλά ίσως και λίγο αφελώς
     τον φιλοξένησε αγαθά, γιατί δεν ήξερε ότι ο παλιός συμμαθητής του τώρα ήταν δραπέτης

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγαθά ουδέτερο πληθυντικός

  1. αντικείμενα και περιουσία που αποκτά ή επιζητεί να αποκτήσει κάποιος
     πολλοί δίνουν σημασία μόνον στα υλικά αγαθά
     προστάτευε τα αγαθά του
     είχε όλα τα αγαθά του κόσμου
     η κοινωνία διαθέτει πολλά καταναλωτικά αγαθά
  2. για πρόσθετες σημασίες, βλέπε και αγαθό στον ενικό

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αγαθά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία