αγαθά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣaˈθa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐θά
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
αγαθά (τροπικό επίρρημα)
- καλοπροαίρετα, αλλά ίσως και λίγο αφελώς
- ⮡ τον φιλοξένησε αγαθά, γιατί δεν ήξερε ότι ο παλιός συμμαθητής του τώρα ήταν δραπέτης
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αγαθά | ||
γενική | των | αγαθών | ||
αιτιατική | τα | αγαθά | ||
κλητική | αγαθά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- αγαθά < πληθυντικός αριθμός του αγαθό
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγαθά ουδέτερο πληθυντικός
- αντικείμενα και περιουσία που αποκτά ή επιζητεί να αποκτήσει κάποιος
- ⮡ πολλοί δίνουν σημασία μόνον στα υλικά αγαθά
- ⮡ προστάτευε τα αγαθά του
- ⮡ είχε όλα τα αγαθά του κόσμου
- ⮡ η κοινωνία διαθέτει πολλά καταναλωτικά αγαθά
- για πρόσθετες σημασίες, βλέπε και αγαθό στον ενικό
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγαθά
Πηγές
επεξεργασία
- αγαθά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
αγαθά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αγαθός