varo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | varo | varoj |
αιτιατική | varon | varojn |
varo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | varo | varoj |
αιτιατική | varon | varojn |
varo (eo)