Ετυμολογία

επεξεργασία
beni < ben- + -i
ρήμα beni
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας benas benanta benata
αόριστος benis beninta benita
μέλλοντας benos benonta benota
υποθετική benus - -
προστακτική benu - -

beni (eo)

Αντώνυμα

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈbɛ.ni/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

beni (it)

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

beni (it)



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bɛˈni/

  Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

επεξεργασία

beni

  1. αιτιατική ενικού του ben
    beni seviyor! - με αγαπάει!
Προσωπικές αντωνυμίες
ενικός
Πτώση Α' πρόσωπο Β' πρόσωπο Γ' πρόσωπο
ονομαστική ben sen o
αιτιατική beni seni onu
δοτική bana sana ona
τοπική bende sende onda
αφαιρετική benden senden ondan
κτητική benim senin onun
πληθυντικός
ονομαστική biz siz onlar
αιτιατική bizi sizi onları
δοτική bize size onlara
τοπική bizde sizde onlarda
αφαιρετική bizden sizden onlardan
κτητική bizim sizin onların