ενικός         πληθυντικός  
size sizes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

size (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το μέγεθος, πόσο μεγάλο ή μικρό είναι ένα άτομο ή πράγμα
    physical size - φυσικό μέγεθος
    arranged according to size - τακτοποιημένα κατά μέγεθος
    hail the size of walnuts - χαλάζι μεγέθους καρυδιού
    The size of the earth/a mountain/a ship/a country.
    Το μέγεθος της γης/ενός βουνού/ενός πλοίου/μιας χώρας.
    I am trying something on for size.
    Φοράω κάτι δοκιμάζοντας το μέγεθος.
  2. (μη μετρήσιμο) το μέγεθος, η μεγάλη ποσότητα ή έκταση κάτι
    the size of the problem - το μέγεθος του προβλήματος
    the size of our trade with Egypt - η έκταση του εμπορίου μας με την Αίγυπτο
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη extent
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το νούμερο, το μέγεθος, ένα από τα κανονικά μεγέθη στα οποία κατασκευάζονται και πωλούνται ρούχα, παπούτσια και άλλα προϊόντα
    What size do you wear?
    Τι νούμερο φοράτε;
    I wear size ten.
    Φορώ νούμερο δέκα.
    size five shoes - παπούτσια νούμερο πέντε
    all sizes of gloves - γάντια σ' όλα τα νούμερα
    She can’t find shoes in her size because she’s small and they only exist in children’s (sizes).
    Δεν μπορεί να βρει παπούτσια στο νούμερό της γιατί είναι μικρό και υπάρχουν μόνο παιδικά.
    He didn’t buy shoes because he didn’t find them in his size.
    Δεν αγόρασε παπούτσια, γιατί δε βρήκε στο μέγεθός του.
  4. (στα επίθετα) που έχει το μέγεθος που αναφέρεται
    small-sized clothing - μικρά μεγέθη ρούχων
    medium-sized clothing - μεσαία μεγέθη ρούχων
    large-sized clothing - μεγάλα μεγέθη ρούχων