νούμερο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νούμερο | τα | νούμερα |
γενική | του | νούμερου | των | νούμερων |
αιτιατική | το | νούμερο | τα | νούμερα |
κλητική | νούμερο | νούμερα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νούμερο <
- είτε[1] < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νούμερον < ιταλική numero < λατινική numerus
- είτε[2] < (άμεσο δάνειο) ιταλική numero < λατινική numerus. Δείτε και το ελληνιστικό νούμερος (στρατιωτικό σώμα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίανούμερο ουδέτερο
- αριθμός
- ⮡ μου έδωσε λάθος νούμερο τηλεφώνου και τώρα δεν τον βρίσκω
- ⮡ μόλις που πρόλαβα να πάρω το νούμερο του αυτοκινήτου που με τράκαρε
- (για αντικείμενα) συγκεκριμένος αριθμός που χαρακτηρίζει το μέγεθος σύμφωνα με τα αντίστοιχα πρότυπα
- ⮡ δεν μπορεί να βρει παπούτσια στο νούμερό της γιατί είναι μικρό και υπάρχουν μόνο παιδικά
- κάθε ξεχωριστή σκηνή ή παράσταση ή αυτοτελές θέαμα σε επιθεώρηση ή άλλου είδους χώρο διασκέδασης που παρουσιάζει ζωντανά θεάματα
- (συνεκδοχικά, περιληπτικό) το σύνολο των ηθοποιών που χρησιμοποιούνται στην αντίστοιχη παράσταση
- (κατ’ επέκταση, μεταφορικά) γελοίος ή κωμικός, πλακατζής
- ⮡ μα τι νούμερο που είναι η πεθερά σου;
- ⮡ μετά ήρθε ο Πέτρος που είναι μεγάλο νούμερο και ξεφύγαμε λίγο από τις σκοτούρες
Εκφράσεις
επεξεργασία- κάνω νούμερα: κάνω κόνξες, παρασπονδίες
Μεταφράσεις
επεξεργασία αριθμός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ νούμερο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας