↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νούμερο τα νούμερα
      γενική του νούμερου των νούμερων
    αιτιατική το νούμερο τα νούμερα
     κλητική νούμερο νούμερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νούμερο <
είτε[1] < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νούμερον < ιταλική numero < λατινική numerus
είτε[2] < (άμεσο δάνειο) ιταλική numero < λατινική numerus. Δείτε και το ελληνιστικό νούμερος (στρατιωτικό σώμα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νούμερο ουδέτερο

  1. αριθμός
    ⮡  μου έδωσε λάθος νούμερο τηλεφώνου και τώρα δεν τον βρίσκω
    ⮡  μόλις που πρόλαβα να πάρω το νούμερο του αυτοκινήτου που με τράκαρε
  2. (για αντικείμενα) συγκεκριμένος αριθμός που χαρακτηρίζει το μέγεθος σύμφωνα με τα αντίστοιχα πρότυπα
    ⮡  δεν μπορεί να βρει παπούτσια στο νούμερό της γιατί είναι μικρό και υπάρχουν μόνο παιδικά
  3. κάθε ξεχωριστή σκηνή ή παράσταση ή αυτοτελές θέαμα σε επιθεώρηση ή άλλου είδους χώρο διασκέδασης που παρουσιάζει ζωντανά θεάματα

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. νούμερο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας