Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
numéro numéros

numéro (fr) αρσενικό

  1. ο αριθμός
  2. (συνεκδοχικά) το τεύχος
  3. (μεταφορικά) κάποιος που είναι παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος