↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τεύχος τα τεύχη
      γενική του τεύχους των τευχών
    αιτιατική το τεύχος τα τεύχη
     κλητική τεύχος τεύχη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τεύχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τεῦχος (κώδικας από φύλλα παπύρου ή περγαμηνής) < αρχαία ελληνική τεῦχος (εργαλείο, όπλο) < τεύχω (=φτιάχνω, κατασκευάζω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dheugh- (> τυγχάνω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtef.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τεύ‐χος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τεύχος ουδέτερο

  1. κάθε έκδοση ενός περιοδικού, ένθετου, κ.λπ. που κυκλοφορεί σε τακτά χρονικά διαστήματα (εβδομαδιαίο, μηνιαίο κ.ο.κ.)
    ⮡  η εφημερίδα μας, μια φορά το μήνα κυκλοφορεί με ειδικό ένθετο τεύχος για την οικονομία
  2. τμήμα βιβλίου ή συγγράμματος που τυπώνεται και κυκλοφορεί σε συμπληρωματικούς τόμους
    ⮡  αυτό που σε ενδιαφέρει βρίσκεται στο δεύτερο τεύχος του συγγράμματος της γενικής παθολογίας
    ⮡  το βιβλίο των μαθηματικών έχει ένα τεύχος θεωρίας κι ένα τεύχος ασκήσεων
  3. τυπογραφικό φύλλο έκδοσης που διατίθεται τμηματικά, μέχρι την ολοκλήρωση ενός έργου
    ⮡  θυμάσαι παλιά που αγοράζαμε τις εγκυκλοπαίδειες σε τεύχη, τα οποία μετά δέναμε σε τόμους ;

Υποκοριστικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία