φτιάχνω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φτιάχνω < μεσαιωνική ελληνική φτειάνω < φθειάνω < εὐθειάζω < εὐθύς
ΡήμαΕπεξεργασία
φτιάχνω
- κάνω, δημιουργώ ή κατασκευάζω κάτι
- τι να φτιάξω σήμερα για φαΐ;
- όταν είμαστε μικροί φτιάχναμε ξύλινα σπαθιά
- (κατʼ επέκταση) επιδιορθώνω ή μεταποιώ κάτι
- ακόμα δεν έφτιαξες την πόρτα να μην χτυπάει;
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- τα φτιάχνω (με κάποιον):
- συμφιλιώνομαι (με κάποιον)
- δημιουργώ δεσμό, ερωτική σχέση (με κάποιον)
- τι φτιάχνεις: (οικείο) τι κάνεις; πώς είσαι;
- φτιάχνω κάποιον:
- φέρνω κάποιον σε κατάσταση ευθυμίας ή ευφορίας (και ειρωνικά)
- (ειρωνικά) φέρνω κάποιον σε κατάσταση εκνευρισμού
- προκαλώ ερωτικά, διεγείρω ερωτικά κάποιον
Επεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κάνω, δημιουργώ, παρασκευάζω
επιδιορθώνω, μεταποιώ
τα φτιάχνω (σε κάποιον)
→ και δείτε τη λέξη συμφιλιώνομαι |