Ετυμολογία

επεξεργασία

φτιασιδώνω, παθ. φωνή: φτιασιδώνομαι, παθ.μτχ.: φτιασιδωμένος

  1. προσπαθώ να κάνω κάτι πιο όμορφο χρησιμοποιώντας φτιασίδια
  2. (μειωτικό) μακιγιάρω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία