↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φτιαχτός η φτιαχτή το φτιαχτό
      γενική του φτιαχτού της φτιαχτής του φτιαχτού
    αιτιατική τον φτιαχτό τη φτιαχτή το φτιαχτό
     κλητική φτιαχτέ φτιαχτή φτιαχτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φτιαχτοί οι φτιαχτές τα φτιαχτά
      γενική των φτιαχτών των φτιαχτών των φτιαχτών
    αιτιατική τους φτιαχτούς τις φτιαχτές τα φτιαχτά
     κλητική φτιαχτοί φτιαχτές φτιαχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φτιαχτός < φτιάχνω

  Επίθετο

επεξεργασία

φτιαχτός

  1. ο μη φυσικός, ο τεχνητός
    • Μοιάζει με φυσική λιμνούλα, αλλά είναι φτιαχτή
  2. ο αναληθής, ο ψεύτικος, ο κατασκευασμένος, ο πλασματικός
    • φτιαχτή ιστορία/φτιαχτά στοιχεία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία