φτιαχτός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φτιαχτός < φτιάχνω
ΕπίθετοΕπεξεργασία
φτιαχτός
- ο μη φυσικός, ο τεχνητός
- Μοιάζει με φυσική λιμνούλα, αλλά είναι φτιαχτή
- ο αναληθής, ο ψεύτικος, ο κατασκευασμένος, ο πλασματικός
- φτιαχτή ιστορία/φτιαχτά στοιχεία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
φτιαχτός