ψεύτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψεύτικος | η | ψεύτικη & ψεύτικια |
το | ψεύτικο |
γενική | του | ψεύτικου | της | ψεύτικης & ψεύτικιας |
του | ψεύτικου |
αιτιατική | τον | ψεύτικο | την | ψεύτικη & ψεύτικια |
το | ψεύτικο |
κλητική | ψεύτικε | ψεύτικη & ψεύτικια |
ψεύτικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψεύτικοι | οι | ψεύτικες | τα | ψεύτικα |
γενική | των | ψεύτικων | των | ψεύτικων | των | ψεύτικων |
αιτιατική | τους | ψεύτικους | τις | ψεύτικες | τα | ψεύτικα |
κλητική | ψεύτικοι | ψεύτικες | ψεύτικα | |||
Κατηγορία όπως «ζόρικος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpse.fti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψεύ‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαψεύτικος, -η, -ο (θηλυκό και ψεύτικια [1])
- που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα
- ≈ συνώνυμα: αναληθής, ανυπόστατος, ψευδής
- ≠ αντώνυμα: αληθής, αληθινός, πραγματικός
- ο προσποιητός
- που δεν υπάρχει από τη φύση, αλλά κατασκευάζεται ως απομίμηση ενός φυσικού αντικειμένου
- ο πλαστός
- που έχει μικρή αξία ή έχει κατασκευαστεί πρόχειρα
- που δημιουργεί προσδοκίες, αλλά, τελικά, απογοητεύει
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ψεύτικια — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)