σκάρτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σκάρτος | η | σκάρτη | το | σκάρτο |
γενική | του | σκάρτου | της | σκάρτης | του | σκάρτου |
αιτιατική | τον | σκάρτο | τη | σκάρτη | το | σκάρτο |
κλητική | σκάρτε | σκάρτη | σκάρτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σκάρτοι | οι | σκάρτες | τα | σκάρτα |
γενική | των | σκάρτων | των | σκάρτων | των | σκάρτων |
αιτιατική | τους | σκάρτους | τις | σκάρτες | τα | σκάρτα |
κλητική | σκάρτοι | σκάρτες | σκάρτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκάρτος < (άμεσο δάνειο) ιταλική scarto < scartare < carta < λατινική charta < αρχαία ελληνική χάρτης (αντιδάνειο) < χαράσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰer- (χαράσσω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈskaɾ.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκάρ‐τος
Επίθετο
επεξεργασίασκάρτος, -η, -ο
- (για αντικείμενο) χαλασμένος ή κακής ποιότητας, ακατάλληλος, άχρηστος
- ※ Λόρδος άνθρωπος και να 'χει σκάρτο ρολόι!
- Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, 1938-1941
- ※ Λόρδος άνθρωπος και να 'χει σκάρτο ρολόι!
- (για άνθρωπο) ανέντιμος