σκάρτος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σκάρτος < ιταλική scarto < scartare < carta < λατινική charta < αρχαία ελληνική χάρτης (αντιδάνειο) < χαράσσω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰer- (χαράσσω)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
σκάρτος, -η, -ο
- (για αντικείμενο) χαλασμένος ή κακής ποιότητας, ακατάλληλος, άχρηστος
- (για άνθρωπο) ανέντιμος