Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκαρτεύω < σκάρτ(ος) + -εύω

  Ρήμα επεξεργασία

σκαρτεύω

  1. (οικείο) μετατρέπω κάτι σε σκάρτο
  2. (οικείο) γίνομαι σκάρτος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία