• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

σκάρτεμα

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκάρτεμα τα σκαρτέματα
      γενική του σκαρτέματος των σκαρτεμάτων
    αιτιατική το σκάρτεμα τα σκαρτέματα
     κλητική σκάρτεμα σκαρτέματα
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σκάρτεμα < σκαρτε(ύω) + -μα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

σκάρτεμα ουδέτερο

  • το να κάνω κάτι σκάρτο ή ελαττωματικό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη σκάρτος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    σκάρτεμα
  • αγγλικά : deterioration (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σκάρτεμα&oldid=4896395"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Νοεμβρίου 2020, στις 22:39

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Νοεμβρίου 2020, στις 22:39.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie