Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ελαττωματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ελαττωματικ
ός
η
ελαττωματικ
ή
το
ελαττωματικ
ό
γενική
του
ελαττωματικ
ού
της
ελαττωματικ
ής
του
ελαττωματικ
ού
αιτιατική
τον
ελαττωματικ
ό
την
ελαττωματικ
ή
το
ελαττωματικ
ό
κλητική
ελαττωματικ
έ
ελαττωματικ
ή
ελαττωματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ελαττωματικ
οί
οι
ελαττωματικ
ές
τα
ελαττωματικ
ά
γενική
των
ελαττωματικ
ών
των
ελαττωματικ
ών
των
ελαττωματικ
ών
αιτιατική
τους
ελαττωματικ
ούς
τις
ελαττωματικ
ές
τα
ελαττωματικ
ά
κλητική
ελαττωματικ
οί
ελαττωματικ
ές
ελαττωματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ελαττωματικός
<
ελάττωμα
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ελαττωματικός
που έχει κάποιο
ελάττωμα
Συγγενικά
επεξεργασία
ελαττωματικά
ελαττωματικότητα
→
δείτε
τη λέξη
ελάττωμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ελαττωματικός
αγγλικά
:
defective
(en)
,
faulty
(en)
,
flawed
(en)
γαλλικά
:
défectueux
(fr)