χαράσσω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χαράσσω < (λόγιο) αρχαία ελληνική χαράσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰer- (χαράσσω)
ΡήμαΕπεξεργασία
χαράσσω (παθητικό: χαράσσομαι)
- (λόγιο) άλλη μορφή του χαράζω
- Η πολιτική χαράσσεται
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χαράσσω
|
---
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
χαράσσω
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- χάραγμα
- χαρακτήρ
- χαράδρα- χαράδρη
- χαραδριός
- χαραδρόομαι
- Χάραδρος (ονμομασία χειμάρρων)
- χάραξ
- χαρακόω
- χαράκωμα
- χαράκωσις
ΠηγέςΕπεξεργασία
- χαράσσω στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «χαράσσω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.