ξύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξύνω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ξύνω < αρχαία ελληνική ξύω [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈksi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξύ‐νω
- τονικό παρώνυμο: ξινό
Ρήμα
επεξεργασίαξύνω, αόρ.: έξυσα, παθ.φωνή: ξύνομαι, π.αόρ.: ξύστηκα/ξύθηκα, μτχ.π.π.: ξυσμένος/ξυμένος
- τρίβω με τα νύχια το δέρμα μου, επειδή αισθάνομαι φαγούρα
- τρίβω επιφάνεια με κάποιο ειδικό μέσο (π.χ. ξύστρα, ξυστήρι, ξυστρί κ.λπ.)
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- ξύνω πληγές (ή ξύνω παλιές πληγές): λέω πράγματα που μπορεί να προκαλέσουν στεναχώριες ή πράγματα τα οποία ξαναθυμίζουν θλιβερές καταστάσεις οι οποίες τείνουν να ξεχαστούν (ξεπεραστούν)
- ξύνω τα νύχια μου:
Παροιμίες
επεξεργασία- αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς μην περιμένεις να σε ξύσουν άλλοι: μην ελπίζεις στη βοήθεια των άλλων αν δεν μπορείς να κάνεις κάτι μόνος σου
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξύνω | έξυνα | θα ξύνω | να ξύνω | ξύνοντας | |
β' ενικ. | ξύνεις | έξυνες | θα ξύνεις | να ξύνεις | ξύνε | |
γ' ενικ. | ξύνει | έξυνε | θα ξύνει | να ξύνει | ||
α' πληθ. | ξύνουμε | ξύναμε | θα ξύνουμε | να ξύνουμε | ||
β' πληθ. | ξύνετε | ξύνατε | θα ξύνετε | να ξύνετε | ξύνετε | |
γ' πληθ. | ξύνουν(ε) | έξυναν ξύναν(ε) |
θα ξύνουν(ε) | να ξύνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έξυσα | θα ξύσω | να ξύσω | ξύσει | ||
β' ενικ. | έξυσες | θα ξύσεις | να ξύσεις | ξύσε | ||
γ' ενικ. | έξυσε | θα ξύσει | να ξύσει | |||
α' πληθ. | ξύσαμε | θα ξύσουμε | να ξύσουμε | |||
β' πληθ. | ξύσατε | θα ξύσετε | να ξύσετε | ξύστε | ||
γ' πληθ. | έξυσαν ξύσαν(ε) |
θα ξύσουν(ε) | να ξύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξύσει | είχα ξύσει | θα έχω ξύσει | να έχω ξύσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξύσει | είχες ξύσει | θα έχεις ξύσει | να έχεις ξύσει | έχε ξυσμένο | |
γ' ενικ. | έχει ξύσει | είχε ξύσει | θα έχει ξύσει | να έχει ξύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξύσει | είχαμε ξύσει | θα έχουμε ξύσει | να έχουμε ξύσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξύσει | είχατε ξύσει | θα έχετε ξύσει | να έχετε ξύσει | έχετε ξυσμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ξύσει | είχαν ξύσει | θα έχουν ξύσει | να έχουν ξύσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ξυσμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ξυσμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ξυσμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ξυσμένο |
Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξύνομαι | ξυνόμουν(α) | θα ξύνομαι | να ξύνομαι | ||
β' ενικ. | ξύνεσαι | ξυνόσουν(α) | θα ξύνεσαι | να ξύνεσαι | ||
γ' ενικ. | ξύνεται | ξυνόταν(ε) | θα ξύνεται | να ξύνεται | ||
α' πληθ. | ξυνόμαστε | ξυνόμαστε ξυνόμασταν |
θα ξυνόμαστε | να ξυνόμαστε | ||
β' πληθ. | ξύνεστε | ξυνόσαστε ξυνόσασταν |
θα ξύνεστε | να ξύνεστε | (ξύνεστε) | |
γ' πληθ. | ξύνονται | ξύνονταν ξυνόντουσαν |
θα ξύνονται | να ξύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξύστηκα | θα ξυστώ | να ξυστώ | ξυστεί | ||
β' ενικ. | ξύστηκες | θα ξυστείς | να ξυστείς | ξύσου | ||
γ' ενικ. | ξύστηκε | θα ξυστεί | να ξυστεί | |||
α' πληθ. | ξυστήκαμε | θα ξυστούμε | να ξυστούμε | |||
β' πληθ. | ξυστήκατε | θα ξυστείτε | να ξυστείτε | ξυστείτε | ||
γ' πληθ. | ξύστηκαν ξυστήκαν(ε) |
θα ξυστούν(ε) | να ξυστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξυστεί | είχα ξυστεί | θα έχω ξυστεί | να έχω ξυστεί | ξυσμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξυστεί | είχες ξυστεί | θα έχεις ξυστεί | να έχεις ξυστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξυστεί | είχε ξυστεί | θα έχει ξυστεί | να έχει ξυστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξυστεί | είχαμε ξυστεί | θα έχουμε ξυστεί | να έχουμε ξυστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξυστεί | είχατε ξυστεί | θα έχετε ξυστεί | να έχετε ξυστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξυστεί | είχαν ξυστεί | θα έχουν ξυστεί | να έχουν ξυστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξυσμένος - είμαστε, είστε, είναι ξυσμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξυσμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξυσμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξυσμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξυσμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξυσμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξυσμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξύνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ξύνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας