Ετυμολογία

επεξεργασία
ξυστρίζω < ξυστρί + -ίζω < (ελληνιστική κοινήξυστρίον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική ξύστρον

ξυστρίζω

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία