Δείτε επίσης: scrap

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /skɹeɪp/
 
ενεστώτας scrape
γ΄ ενικό ενεστώτα scrapes
αόριστος scraped
παθητική μετοχή scraped
ενεργητική μετοχή scraping

scrape (en)

  1. σέρνω ένα αιχμηρό εργαλείο πάνω σε κάτι ασκώντας πίεση, ξύνω
  2. γδέρνω, γρατσουνίζω, τραυματίζω ξύνοντας
    ⮡  I scraped my hand.
    Έγδαρα το χέρι μου.
    ⮡  He came home with scraped knees.
    Ήρθε στο σπίτι με γρατζουνισμένα γόνατα.
  3. (πληροφορική) αποσπώ δεδομένα επεξεργάζοντας με υπολογιστή αρχεία που προορίζονται για ανάγνωση από τον άνθρωπο, όπως οι ιστοσελίδες (web pages)

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία