scrape
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | scrape |
γ΄ ενικό ενεστώτα | scrapes |
αόριστος | scraped |
παθητική μετοχή | scraped |
ενεργητική μετοχή | scraping |
scrape (en)
- σέρνω ένα αιχμηρό εργαλείο πάνω σε κάτι ασκώντας πίεση, ξύνω
- γδέρνω, γρατσουνίζω, τραυματίζω ξύνοντας
- ⮡ I scraped my hand.
- Έγδαρα το χέρι μου.
- ⮡ He came home with scraped knees.
- Ήρθε στο σπίτι με γρατζουνισμένα γόνατα.
- ⮡ I scraped my hand.
- (πληροφορική) αποσπώ δεδομένα επεξεργάζοντας με υπολογιστή αρχεία που προορίζονται για ανάγνωση από τον άνθρωπο, όπως οι ιστοσελίδες (web pages)