Δείτε επίσης: scrape

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /skɹæp/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
scrap scraps

scrap (en)

  1. κομμάτι, θραύσμα
  2. ρίνισμα

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας scrap
γ΄ ενικό ενεστώτα scraps
αόριστος scrapped
παθητική μετοχή scrapped
ενεργητική μετοχή scrapping

scrap (en)

  1. διαλύω κάτι (άχρηστο) σε κομμάτια
  2. (μεταβατικό) πετάω κάτι ως άχρηστο
    It’s time to scrap that bicycle!
    Καιρός να το πετάξεις πια αυτό το ποδήλατο!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη junk

  Πηγές επεξεργασία