θραύσμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θραύσμα | τα | θραύσματα |
γενική | του | θραύσματος | των | θραυσμάτων |
αιτιατική | το | θραύσμα | τα | θραύσματα |
κλητική | θραύσμα | θραύσματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θραύσμα < αρχαία ελληνική θραῦσμα < θραύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθραύσμα ουδέτερο
- κομματάκι από μεγαλύτερο αντικείμενο που έσπασε
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη θραύω