Ουσιαστικό

επεξεργασία

fragment (fr) αρσενικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fragment (en)

  1. θραύσμα, κομμάτι από αντικείμενο που έσπασε
  2. απόσπασμα από κείμενο της αρχαιότητας που δεν διασώθηκε ολόκληρο, σπάραγμα
  3. (πληροφορική) τμήμα κώδικα



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fragment (pl) αρσενικό

  1. το απόσπασμα, το μέρος που προέρχεται από κάποιο σύνολο