σπάραγμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπάραγμα < αρχαία ελληνική σπάραγμα < σπαράσσω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπάραγμα ουδέτερο
- αποσπασμένο κομμάτι
- ↪ μόνο σπαράγματα σώζονται από το έργο των προσωκρατικών φιλοσόφων
- ↪ στο ναό διατηρούνται μόνο κάποια σπαράγματα τοιχογραφιών
- (μεταφορικά) εκδήλωση σπαραγμού