Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπαραγμός οι σπαραγμοί
      γενική του σπαραγμού των σπαραγμών
    αιτιατική τον σπαραγμό τους σπαραγμούς
     κλητική σπαραγμέ σπαραγμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπαραγμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπαραγμός[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπαραγμός αρσενικό

  • η υπέρμετρη θλίψη, βαθύς ψυχικός πόνος
    εμφύλιος σπαραγμός: αλληλοσπαραγμός· λέγεται για έντονη σύγκρουση, κατά κανόνα ένοπλη, μεταξύ των μελών ενός έθνους ή των πολιτών ενός κράτους

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σπαραγμός οἱ σπαραγμοί
      γενική τοῦ σπαραγμοῦ τῶν σπαραγμῶν
      δοτική τῷ σπαραγμ τοῖς σπαραγμοῖς
    αιτιατική τὸν σπαραγμόν τοὺς σπαραγμούς
     κλητική ! σπαραγμέ σπαραγμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπαραγμώ
γεν-δοτ τοῖν  σπαραγμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία