θλίψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θλίψη | οι | θλίψεις |
γενική | της | θλίψης* | των | θλίψεων |
αιτιατική | τη | θλίψη | τις | θλίψεις |
κλητική | θλίψη | θλίψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θλίψεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θλίψη < μεσαιωνική ελληνική θλίψη < αρχαία ελληνική θλῖψις < θλίβω / φλίβω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bhlig- (χτυπώ)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαθλίψη θηλυκό
- η λύπη, ο ψυχικός πόνος
- νιώθω θλίψη που μου μιλάς έτσι
- η ψυχική πίεση
- δεν μπορώ να αντιδράσω από τη θλίψη
- (μηχανική) (λόγιο) πίεση, σύνθλιψη
- ※ Η περίσφιγξη ενεργοποιείται, επειδή η βλάβη στο σκυρόδεμα υπό τη δράση είτε άμεσης αξονικής είτε διαγώνιας θλίψης (για συνδυασμό αξονικού φορτίου και τέμνουσας) εκφράζεται με διόγκωση του εγκιβωτισμένου σκυροδέματος.
- Ταστάνη, Σ, Δερβίσης, Α., Πανταζοπούλου, Σ. Οπλισμένο Σκυρόδεμα υπό Θλίψη με ΙΟΠ Μανδύες: Αναλυτική Προσέγγιση Κονιορτοποίησης του Σκυροδέματος και Λυγισμού του Διαμήκους Οπλισμού, Τεχνικά Χρονικά, ΤΕΕ, 2010-2011
- (σπάνιο) (λόγιο) στείψιμο