θλίψεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαθλίψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θλίβω
- θα θλίψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θλίβω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαθλίψεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θλίψη