Ετυμολογία

επεξεργασία

θλίβω (παθητική φωνή: θλίβομαι)

  1. προκαλώ θλίψη, λύπη, στεναχώρια
    με θλίβει η συμπεριφορά σου απέναντί μου
  2. (σπάνιο) (λόγιο) ασκώ δύναμη σε ένα αντικείμενο, το πιέζω ώστε να μειωθεί ο όγκος του
    έθλιψε δυνατά το μπόγο με τα ρούχα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία