καταθλίβω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταθλίβω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταθλίβω < αρχαία ελληνική κατα- + θλῑ́βω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.taˈθli.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐θλί‐βω
Ρήμα
επεξεργασίακαταθλίβω, αόρ.: κατέθλιψα, παθ.φωνή: καταθλίβομαι, π.αόρ.: - ελλειπτικό ρήμα στην παθητική φωνή
- (ψυχολογία) προκαλώ κατάθλιψη
- (σπάνιο) συμπιέζω, πιέζω
- Μια ανυψωτική βαλβίδα ανυψώνει το υγρό, ενώ μια καταλιπτική το αναρροφά και το καταθλίβει υπερνικώντας μια εξωτερική αντίσταση αδράνειας.
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις κατά και θλίβω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταθλίβω | κατέθλιβα | θα καταθλίβω | να καταθλίβω | καταθλίβοντας | |
β' ενικ. | καταθλίβεις | κατέθλιβες | θα καταθλίβεις | να καταθλίβεις | κατάθλιβε | |
γ' ενικ. | καταθλίβει | κατέθλιβε | θα καταθλίβει | να καταθλίβει | ||
α' πληθ. | καταθλίβουμε | καταθλίβαμε | θα καταθλίβουμε | να καταθλίβουμε | ||
β' πληθ. | καταθλίβετε | καταθλίβατε | θα καταθλίβετε | να καταθλίβετε | καταθλίβετε | |
γ' πληθ. | καταθλίβουν(ε) | κατέθλιβαν καταθλίβαν(ε) |
θα καταθλίβουν(ε) | να καταθλίβουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατέθλιψα | θα καταθλίψω | να καταθλίψω | καταθλίψει | ||
β' ενικ. | κατέθλιψες | θα καταθλίψεις | να καταθλίψεις | κατάθλιψε | ||
γ' ενικ. | κατέθλιψε | θα καταθλίψει | να καταθλίψει | |||
α' πληθ. | καταθλίψαμε | θα καταθλίψουμε | να καταθλίψουμε | |||
β' πληθ. | καταθλίψατε | θα καταθλίψετε | να καταθλίψετε | καταθλίψτε | ||
γ' πληθ. | κατέθλιψαν καταθλίψαν(ε) |
θα καταθλίψουν(ε) | να καταθλίψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταθλίψει | είχα καταθλίψει | θα έχω καταθλίψει | να έχω καταθλίψει | ||
β' ενικ. | έχεις καταθλίψει | είχες καταθλίψει | θα έχεις καταθλίψει | να έχεις καταθλίψει | έχε καταθλιμμένο | |
γ' ενικ. | έχει καταθλίψει | είχε καταθλίψει | θα έχει καταθλίψει | να έχει καταθλίψει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταθλίψει | είχαμε καταθλίψει | θα έχουμε καταθλίψει | να έχουμε καταθλίψει | ||
β' πληθ. | έχετε καταθλίψει | είχατε καταθλίψει | θα έχετε καταθλίψει | να έχετε καταθλίψει | έχετε καταθλιμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν καταθλίψει | είχαν καταθλίψει | θα έχουν καταθλίψει | να έχουν καταθλίψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) καταθλιμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) καταθλιμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) καταθλιμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) καταθλιμμένο |
Παθητική φωνή:
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | καταθλίβομαι | καταθλιβόμουν(α) | θα καταθλίβομαι | να καταθλίβομαι | ||
β' ενικ. | καταθλίβεσαι | καταθλιβόσουν(α) | θα καταθλίβεσαι | να καταθλίβεσαι | ||
γ' ενικ. | καταθλίβεται | καταθλιβόταν(ε) | θα καταθλίβεται | να καταθλίβεται | ||
α' πληθ. | καταθλιβόμαστε | καταθλιβόμαστε καταθλιβόμασταν |
θα καταθλιβόμαστε | να καταθλιβόμαστε | ||
β' πληθ. | καταθλίβεστε | καταθλιβόσαστε καταθλιβόσασταν |
θα καταθλίβεστε | να καταθλίβεστε | καταθλίβεστε | |
γ' πληθ. | καταθλίβονται | καταθλίβονταν καταθλιβόντουσαν |
θα καταθλίβονται | να καταθλίβονται |