αντικαταθλιπτικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντικαταθλιπτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντικαταθλιπτικός
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααντικαταθλιπτικό ουδέτερο
- φάρμακο που δρα εναντίον της κατάθλιψης
- η ομάδα αντικαταθλιπτικών φαρμάκων
- πήρα ένα αντικαταθλιπτικό και βλέπω τη ζωή με αισιοδοξία
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντικαταθλιπτικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααντικαταθλιπτικό
- αιτιατική ενικού του αντικαταθλιπτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντικαταθλιπτικός