Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταθλιμμένος η καταθλιμμένη το καταθλιμμένο
      γενική του καταθλιμμένου της καταθλιμμένης του καταθλιμμένου
    αιτιατική τον καταθλιμμένο την καταθλιμμένη το καταθλιμμένο
     κλητική καταθλιμμένε καταθλιμμένη καταθλιμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταθλιμμένοι οι καταθλιμμένες τα καταθλιμμένα
      γενική των καταθλιμμένων των καταθλιμμένων των καταθλιμμένων
    αιτιατική τους καταθλιμμένους τις καταθλιμμένες τα καταθλιμμένα
     κλητική καταθλιμμένοι καταθλιμμένες καταθλιμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

καταθλιμμένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία