• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

καταθλιμμένος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Μετοχή
      • 1.1.1 Αντώνυμα
      • 1.1.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική καταθλιμμένος καταθλιμμένη καταθλιμμένο
γενική καταθλιμμένου καταθλιμμένης καταθλιμμένου
αιτιατική καταθλιμμένο καταθλιμμένη καταθλιμμένο
κλητική καταθλιμμένε καταθλιμμένη καταθλιμμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική καταθλιμμένοι καταθλιμμένες καταθλιμμένα
γενική καταθλιμμένων καταθλιμμένων καταθλιμμένων
αιτιατική καταθλιμμένους καταθλιμμένες καταθλιμμένα
κλητική καταθλιμμένοι καταθλιμμένες καταθλιμμένα

  ΜετοχήΕπεξεργασία

καταθλιμμένος, -η, -ο

  • μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καταθλίβω

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

  • ακατάθλιπτος


  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    καταθλιμμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καταθλιμμένος&oldid=4646785"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Μαΐου 2020, στις 07:02

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Μαΐου 2020, στις 07:02.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie