Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταθλιμμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταθλιμμέν
ος
η
καταθλιμμέν
η
το
καταθλιμμέν
ο
γενική
του
καταθλιμμέν
ου
της
καταθλιμμέν
ης
του
καταθλιμμέν
ου
αιτιατική
τον
καταθλιμμέν
ο
την
καταθλιμμέν
η
το
καταθλιμμέν
ο
κλητική
καταθλιμμέν
ε
καταθλιμμέν
η
καταθλιμμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταθλιμμέν
οι
οι
καταθλιμμέν
ες
τα
καταθλιμμέν
α
γενική
των
καταθλιμμέν
ων
των
καταθλιμμέν
ων
των
καταθλιμμέν
ων
αιτιατική
τους
καταθλιμμέν
ους
τις
καταθλιμμέν
ες
τα
καταθλιμμέν
α
κλητική
καταθλιμμέν
οι
καταθλιμμέν
ες
καταθλιμμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καταθλιμμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
καταθλίβω
Αντώνυμα
επεξεργασία
ακατάθλιπτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταθλιμμένος
γαλλικά
: être
déprimé
(fr)