Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακατάθλιπτος η ακατάθλιπτη το ακατάθλιπτο
      γενική του ακατάθλιπτου της ακατάθλιπτης του ακατάθλιπτου
    αιτιατική τον ακατάθλιπτο την ακατάθλιπτη το ακατάθλιπτο
     κλητική ακατάθλιπτε ακατάθλιπτη ακατάθλιπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακατάθλιπτοι οι ακατάθλιπτες τα ακατάθλιπτα
      γενική των ακατάθλιπτων των ακατάθλιπτων των ακατάθλιπτων
    αιτιατική τους ακατάθλιπτους τις ακατάθλιπτες τα ακατάθλιπτα
     κλητική ακατάθλιπτοι ακατάθλιπτες ακατάθλιπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακατάθλιπτος < α- + καταθλίβω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ακατάθλιπτος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία