Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακατάθλιπτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ακατάθλιπτ
ος
η
ακατάθλιπτ
η
το
ακατάθλιπτ
ο
γενική
του
ακατάθλιπτ
ου
της
ακατάθλιπτ
ης
του
ακατάθλιπτ
ου
αιτιατική
τον
ακατάθλιπτ
ο
την
ακατάθλιπτ
η
το
ακατάθλιπτ
ο
κλητική
ακατάθλιπτ
ε
ακατάθλιπτ
η
ακατάθλιπτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ακατάθλιπτ
οι
οι
ακατάθλιπτ
ες
τα
ακατάθλιπτ
α
γενική
των
ακατάθλιπτ
ων
των
ακατάθλιπτ
ων
των
ακατάθλιπτ
ων
αιτιατική
τους
ακατάθλιπτ
ους
τις
ακατάθλιπτ
ες
τα
ακατάθλιπτ
α
κλητική
ακατάθλιπτ
οι
ακατάθλιπτ
ες
ακατάθλιπτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακατάθλιπτος
<
α-
+
καταθλίβω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ακατάθλιπτος
που δεν έχει
καταθλιβεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
καταθλιμμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακατάθλιπτος