ενεστώτας depress
γ΄ ενικό ενεστώτα depresses
αόριστος depressed
παθητική μετοχή depressed
ενεργητική μετοχή depressing

  Ετυμολογία

επεξεργασία
depress < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική depressen < παλαιά γαλλική depresser < λατινική dēpressus. (μαρτυρείται από το 14o αιώνα)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dɪˈpres/

depress (en)

  1. (επίσημο) το να πατάω, πιέζω κάτι προς τα κάτω ή να χαμηλώνω, κατεβάζω κάτι
     συνώνυμα: downbear, lower
  2. το να καταθλίβω κάποιον
  3. (οικονομία) το να προκαλέσω οικονομική ύφεση ή μείωση σε τμήματα της οικονομίας
     συνώνυμα: lower
  4. το να μειώνω, ταπεινώνω, υποτιμώ κάποιον
     συνώνυμα: abase, bring down, humble, lower
  5. (μαθηματικά) το να μειώσω μια εξίσωση σε μικρότερο βαθμό
     συνώνυμα: lower

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. depress - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
  • depress - Cambridge Dictionary online