Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χαμηλώνω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
χαμηλώνω
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασία
χαμηλώνω
κατεβάζω ελαφρά,
ελαττώνω
, το
επίπεδο
από κάτι
χαμήλωσε
λίγο τη φωνή, το παιδί κοιμάται δίπλα!
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
χαμηλός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χαμηλώνω
αγγλικά
:
lower
(en)
γαλλικά
:
abaisser
(fr)
,
baisser
(fr)
πορτογαλικά
:
abaixar
(pt)
ρουμανικά
:
micşora
(ro)