Ετυμολογία

επεξεργασία

χαμηλώνω

  • κατεβάζω ελαφρά, ελαττώνω, το επίπεδο από κάτι
    χαμήλωσε λίγο τη φωνή, το παιδί κοιμάται δίπλα!

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία