Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμηλώνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

χαμηλώνω

  1. κατεβάζω ελαφρά, ελαττώνω, το επίπεδο από κάτι
    χαμήλωσε λίγο τη φωνή, το παιδί κοιμάται δίπλα!

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία