Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελαττώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλαττῶ, συνηρημένος τύπος του ἐλαττόω(αττική διάλεκτος) + -ώνω < ἐλάττων

  Ρήμα επεξεργασία

ελαττώνω, αόρ.: ελάττωσα, παθ.φωνή: ελαττώνομαι, π.αόρ.: ελαττώθηκα, μτχ.π.π.: ελαττωμένος

  • κάνω κάτι μικρότερο ή λιγότερο
    Μπορώ να ελαττώσω το κάπνισμα, αλλά δεν μπορώ να το σταματήσω τελείως.
    Πρέπει να ελαττώσουμε τις δαπάνες μας και να αυξήσουμε τα έσοδα.

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία