ελαττώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελαττώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλαττῶ, συνηρημένος τύπος του ἐλαττόω(αττική διάλεκτος) + -ώνω < ἐλάττων
Ρήμα
επεξεργασίαελαττώνω, αόρ.: ελάττωσα, παθ.φωνή: ελαττώνομαι, π.αόρ.: ελαττώθηκα, μτχ.π.π.: ελαττωμένος
- κάνω κάτι μικρότερο ή λιγότερο
- ⮡ Μπορώ να ελαττώσω το κάπνισμα, αλλά δεν μπορώ να το σταματήσω τελείως.
- ⮡ Πρέπει να ελαττώσουμε τις δαπάνες μας και να αυξήσουμε τα έσοδα.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ελαττώνω | ελάττωνα | θα ελαττώνω | να ελαττώνω | ελαττώνοντας | |
β' ενικ. | ελαττώνεις | ελάττωνες | θα ελαττώνεις | να ελαττώνεις | ελάττωνε | |
γ' ενικ. | ελαττώνει | ελάττωνε | θα ελαττώνει | να ελαττώνει | ||
α' πληθ. | ελαττώνουμε | ελαττώναμε | θα ελαττώνουμε | να ελαττώνουμε | ||
β' πληθ. | ελαττώνετε | ελαττώνατε | θα ελαττώνετε | να ελαττώνετε | ελαττώνετε | |
γ' πληθ. | ελαττώνουν(ε) | ελάττωναν ελαττώναν(ε) |
θα ελαττώνουν(ε) | να ελαττώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ελάττωσα | θα ελαττώσω | να ελαττώσω | ελαττώσει | ||
β' ενικ. | ελάττωσες | θα ελαττώσεις | να ελαττώσεις | ελάττωσε | ||
γ' ενικ. | ελάττωσε | θα ελαττώσει | να ελαττώσει | |||
α' πληθ. | ελαττώσαμε | θα ελαττώσουμε | να ελαττώσουμε | |||
β' πληθ. | ελαττώσατε | θα ελαττώσετε | να ελαττώσετε | ελαττώστε | ||
γ' πληθ. | ελάττωσαν ελαττώσαν(ε) |
θα ελαττώσουν(ε) | να ελαττώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ελαττώσει | είχα ελαττώσει | θα έχω ελαττώσει | να έχω ελαττώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ελαττώσει | είχες ελαττώσει | θα έχεις ελαττώσει | να έχεις ελαττώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ελαττώσει | είχε ελαττώσει | θα έχει ελαττώσει | να έχει ελαττώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ελαττώσει | είχαμε ελαττώσει | θα έχουμε ελαττώσει | να έχουμε ελαττώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ελαττώσει | είχατε ελαττώσει | θα έχετε ελαττώσει | να έχετε ελαττώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ελαττώσει | είχαν ελαττώσει | θα έχουν ελαττώσει | να έχουν ελαττώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ελαττώνομαι | ελαττωνόμουν(α) | θα ελαττώνομαι | να ελαττώνομαι | ||
β' ενικ. | ελαττώνεσαι | ελαττωνόσουν(α) | θα ελαττώνεσαι | να ελαττώνεσαι | ||
γ' ενικ. | ελαττώνεται | ελαττωνόταν(ε) | θα ελαττώνεται | να ελαττώνεται | ||
α' πληθ. | ελαττωνόμαστε | ελαττωνόμαστε ελαττωνόμασταν |
θα ελαττωνόμαστε | να ελαττωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ελαττώνεστε | ελαττωνόσαστε ελαττωνόσασταν |
θα ελαττώνεστε | να ελαττώνεστε | (ελαττώνεστε) | |
γ' πληθ. | ελαττώνονται | ελαττώνονταν ελαττωνόντουσαν |
θα ελαττώνονται | να ελαττώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ελαττώθηκα | θα ελαττωθώ | να ελαττωθώ | ελαττωθεί | ||
β' ενικ. | ελαττώθηκες | θα ελαττωθείς | να ελαττωθείς | ελαττώσου | ||
γ' ενικ. | ελαττώθηκε | θα ελαττωθεί | να ελαττωθεί | |||
α' πληθ. | ελαττωθήκαμε | θα ελαττωθούμε | να ελαττωθούμε | |||
β' πληθ. | ελαττωθήκατε | θα ελαττωθείτε | να ελαττωθείτε | ελαττωθείτε | ||
γ' πληθ. | ελαττώθηκαν ελαττωθήκαν(ε) |
θα ελαττωθούν(ε) | να ελαττωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ελαττωθεί | είχα ελαττωθεί | θα έχω ελαττωθεί | να έχω ελαττωθεί | ελαττωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ελαττωθεί | είχες ελαττωθεί | θα έχεις ελαττωθεί | να έχεις ελαττωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ελαττωθεί | είχε ελαττωθεί | θα έχει ελαττωθεί | να έχει ελαττωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ελαττωθεί | είχαμε ελαττωθεί | θα έχουμε ελαττωθεί | να έχουμε ελαττωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ελαττωθεί | είχατε ελαττωθεί | θα έχετε ελαττωθεί | να έχετε ελαττωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ελαττωθεί | είχαν ελαττωθεί | θα έχουν ελαττωθεί | να έχουν ελαττωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ελαττωμένος - είμαστε, είστε, είναι ελαττωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ελαττωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ελαττωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ελαττωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ελαττωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ελαττωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ελαττωμένοι |