Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιγοστεύω < λίγος + -εύω

  Ρήμα επεξεργασία

λιγοστεύω

Κοίταξε να λιγοστέψεις τα τσιγάρα που καπνίζεις!
Όσο περνούσε η ώρα, τόσο ο κόσμος λιγόστευε.

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία