μειώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμειώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος μειώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μειώνομαι | μειωνόμουν(α) | θα μειώνομαι | να μειώνομαι | ||
β' ενικ. | μειώνεσαι | μειωνόσουν(α) | θα μειώνεσαι | να μειώνεσαι | (μειώνου) | |
γ' ενικ. | μειώνεται | μειωνόταν(ε) | θα μειώνεται | να μειώνεται | ||
α' πληθ. | μειωνόμαστε | μειωνόμαστε μειωνόμασταν |
θα μειωνόμαστε | να μειωνόμαστε | ||
β' πληθ. | μειώνεστε | μειωνόσαστε μειωνόσασταν |
θα μειώνεστε | να μειώνεστε | (μειώνεστε) | |
γ' πληθ. | μειώνονται | μειώνονταν μειωνόντουσαν |
θα μειώνονται | να μειώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μειώθηκα | θα μειωθώ | να μειωθώ | μειωθεί | ||
β' ενικ. | μειώθηκες | θα μειωθείς | να μειωθείς | μειώσου | ||
γ' ενικ. | μειώθηκε | θα μειωθεί | να μειωθεί | |||
α' πληθ. | μειωθήκαμε | θα μειωθούμε | να μειωθούμε | |||
β' πληθ. | μειωθήκατε | θα μειωθείτε | να μειωθείτε | μειωθείτε | ||
γ' πληθ. | μειώθηκαν μειωθήκαν(ε) |
θα μειωθούν(ε) | να μειωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μειωθεί | είχα μειωθεί | θα έχω μειωθεί | να έχω μειωθεί | μειωμένος | |
β' ενικ. | έχεις μειωθεί | είχες μειωθεί | θα έχεις μειωθεί | να έχεις μειωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μειωθεί | είχε μειωθεί | θα έχει μειωθεί | να έχει μειωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μειωθεί | είχαμε μειωθεί | θα έχουμε μειωθεί | να έχουμε μειωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μειωθεί | είχατε μειωθεί | θα έχετε μειωθεί | να έχετε μειωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μειωθεί | είχαν μειωθεί | θα έχουν μειωθεί | να έχουν μειωθεί |