Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μειώνω < αρχ. ρ. μειῶ (-όω) < μείων παθητική φωνή μειώνομαι μππ.μειωμένος

  Ρήμα επεξεργασία

μειώνω

  1. κάνω κάτι μικρότερο σε μέγεθος ή σε αριθμό ή σε ένταση κλπ
    Είναι ανάγκη να μειώσουμε τα έξοδά μας.
  2. (για πρόσωπα) προσβάλλω, φέρομαι υποτιμητικά
    Αυτή η συμπεριφορά του με μειώνει.

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία