μικραίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικραίνω < μεσαιωνική ελληνική μικραίνω < ελληνιστική κοινή μικρύνω + -αίνω < αρχαία ελληνική μικρός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /miˈkɾe.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐κραί‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαμικραίνω
- (μεταβατικό) κάνω κάτι μικρότερο
- (αμετάβατο) γίνομαι ή φαίνομαι μικρότερος (ή νεότερος)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μικρός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μικραίνω | μίκραινα | θα μικραίνω | να μικραίνω | μικραίνοντας | |
β' ενικ. | μικραίνεις | μίκραινες | θα μικραίνεις | να μικραίνεις | μίκραινε | |
γ' ενικ. | μικραίνει | μίκραινε | θα μικραίνει | να μικραίνει | ||
α' πληθ. | μικραίνουμε | μικραίναμε | θα μικραίνουμε | να μικραίνουμε | ||
β' πληθ. | μικραίνετε | μικραίνατε | θα μικραίνετε | να μικραίνετε | μικραίνετε | |
γ' πληθ. | μικραίνουν(ε) | μίκραιναν μικραίναν(ε) |
θα μικραίνουν(ε) | να μικραίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μίκρυνα | θα μικρύνω | να μικρύνω | μικρύνει | ||
β' ενικ. | μίκρυνες | θα μικρύνεις | να μικρύνεις | μίκρυνε | ||
γ' ενικ. | μίκρυνε | θα μικρύνει | να μικρύνει | |||
α' πληθ. | μικρύναμε | θα μικρύνουμε | να μικρύνουμε | |||
β' πληθ. | μικρύνατε | θα μικρύνετε | να μικρύνετε | μικρύνετε | ||
γ' πληθ. | μίκρυναν μικρύναν(ε) |
θα μικρύνουν(ε) | να μικρύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μικρύνει | είχα μικρύνει | θα έχω μικρύνει | να έχω μικρύνει | ||
β' ενικ. | έχεις μικρύνει | είχες μικρύνει | θα έχεις μικρύνει | να έχεις μικρύνει | ||
γ' ενικ. | έχει μικρύνει | είχε μικρύνει | θα έχει μικρύνει | να έχει μικρύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε μικρύνει | είχαμε μικρύνει | θα έχουμε μικρύνει | να έχουμε μικρύνει | ||
β' πληθ. | έχετε μικρύνει | είχατε μικρύνει | θα έχετε μικρύνει | να έχετε μικρύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν μικρύνει | είχαν μικρύνει | θα έχουν μικρύνει | να έχουν μικρύνει |
|