Ετυμολογία

επεξεργασία
μικραίνω < μεσαιωνική ελληνική μικραίνω < ελληνιστική κοινή μικρύνω + -αίνω < αρχαία ελληνική μικρός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /miˈkɾe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐κραί‐νω

μικραίνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι μικρότερο
  2. (αμετάβατο) γίνομαι ή φαίνομαι μικρότεροςνεότερος)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία