Ετυμολογία

επεξεργασία

μικραίνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι μικρότερο
  2. (αμετάβατο) γίνομαι ή φαίνομαι μικρότεροςνεότερος)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία