downsize
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | downsize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | downsizes |
αόριστος | downsized |
παθητική μετοχή | downsized |
ενεργητική μετοχή | downsizing |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdownsize (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) απολύω κάποιον από τη δουλειά του να μειώσω το μέγεθος μιας επιχείρησης για να εξοικονομήσω χρήματα