Δείτε επίσης: FIRE

  Ετυμολογία

επεξεργασία

fire < μέση αγγλική fier < αγγλοσαξονική fyr

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fire fires

fire (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η φωτιά, οι φλόγες, το φως και η θερμότητα, και συχνά ο καπνός, που παράγονται όταν κάτι καίγεται
    ⮡  The invention of fire was an important step for civilization.
    Η επινόηση της φωτιάς ήταν σημαντικό βήμα για τον πολιτισμό.
    ⮡  They saw the fire from afar and got closer.
    Είδαν τη φωτιά από μακριά και πλησίασαν.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η πυρκαγιά, η φωτιά, φλόγες που είναι εκτός ελέγχου και καταστρέφουν κτίρια, δέντρα κτλ.
    ⮡  escape routes in case of a fire - οδεύσεις διαφυγής σε περίπτωση πυρκαγιάς
    ⮡  The fire burned the forest.
    Η φωτιά έκαψε το δάσος.
    ⮡  The firefighters put out/control/contained the fire.
    Οι πυροσβέστες έσβησαν/ελέγχουν/περιόρισαν τη φωτιά.
  3. (μετρήσιμο) η φωτιά, ένας σωρός καυσίμων που καίγονται, όπως ξύλο ή κάρβουνο, που χρησιμοποιείται για το μαγείρεμα φαγητού ή τη θέρμανση ενός δωματίου
    ⮡  Throw wood on the fire so it doesn’t go out.
    Ρίξε ξύλα στη φωτιά για να μη σβήσει.

Συγγενικά

επεξεργασία
ενεστώτας fire
γ΄ ενικό ενεστώτα fires
αόριστος fired
παθητική μετοχή fired
ενεργητική μετοχή firing

fire (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ρίχνω, πυροβολώ, εκπυρσοκροτώ, πυροβολώ σφαίρες κτλ. από πυροβόλο ή άλλο όπλο
    ⮡  They are firing shells at a town.
    Ρίχνουν οβίδες σε μια πόλη.
    ⮡  I fire a warning shot.
    Ρίχνω μια προειδοποιητική βολή.
    ⮡  without firing a shot - χωρίς να ρίξουν τουφεκιά
    ⮡  He ordered his men to fire.
    Διέταξε τους άνδρες του να πυροβολήσουν.
    ⮡  The gun didn’t fire.
    Το όπλο δεν εκπυρσοκρότησε.
     συνώνυμα: shoot
  2. (μεταβατικό) απολύω, διώχνω, πετάω κάποιον από τη δουλειά του
    ⮡  They fired him from his position.
    Τον απόλυσαν από τη θέση του.
    ⮡  They fired him from the bank.
    Τον έδιωξαν από την τράπεζα.
    ⮡  They fired her from her job.
    Tην πέταξαν από τη δουλειά της.
     συνώνυμα:  axe, can, discharge, dismiss, downsize, give the axe, give someone the boot, lay off, let go, sack και terminate
    και συγκρίνετε με το resign



  Αριθμητικό

επεξεργασία

fire (da)



  Αριθμητικό

επεξεργασία

fire (no)