Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sack sacks

sack (en)

  1. ο σάκος
  2. η λεηλασία
  3. η απόλυση
  4. (προφορικό, αμερικανική σημασία) το κρεβάτι
ενεστώτας sack
γ΄ ενικό ενεστώτα sacks
αόριστος sacked
παθητική μετοχή sacked
ενεργητική μετοχή sacking

sack (en)

  1. βάζω κάτι σε σάκους
  2. λεηλατώ
  3. (μεταβατικό) απολύω, πετάω κάποιον από τη δουλειά του
    ⮡  A third of the personnel was sacked due to economic reasons.
    Aπολύθηκε το ένα τρίτο του προσωπικού για λόγους οικονομίας.
    ⮡  They sacked her from her job.
    Tην πέταξαν από τη δουλειά της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fire

Συγγενικά

επεξεργασία