↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σάκος οι σάκοι
      γενική του σάκου των σάκων
    αιτιατική τον σάκο τους σάκους
     κλητική σάκε σάκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σάκος < αρχαία ελληνική σάκος ή σάκκος < σημιτικής προέλευσης , πρωτοσημιτικά: * s?k (?: άγνωστος φθόγγος)
((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική sac)
 
μια στοίβα από άδειους σάκους
 
πίνακας που απεικονίζει αγρότη με έναν σάκο στους ώμους του
 
στρατιωτικός σάκος
 
κόκκινος σάκος του μποξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σάκος αρσενικό

  1. σακί
  2. σακούλα
  3. είδος τσάντας
  4. (μεταφορικά) οτιδήποτε προσομοιάζει στη μορφή με σάκο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σάκος αρσενικό

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σάκος < σάττω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σάκος ουδέτερο, γενική σάκεος