Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σακίδιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σακίδι
ο
τα
σακίδι
α
γενική
του
σακιδί
ου
&
σακίδι
ου
των
σακιδί
ων
αιτιατική
το
σακίδι
ο
τα
σακίδι
α
κλητική
σακίδι
ο
σακίδι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σακίδιο
< υποκοριστικό του
σάκος
(κατάληξη:
-ίδιο
Ένα χακί
σακίδιο
.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σακίδιο
ουδέτερο
εκδρομικός
σάκος
με ιμάντες για να φορεθεί στην πλάτη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σακίδιο
αγγλικά
:
backpack
(en)
,
haversack
(en)
γαλλικά
:
sac à dos
(fr)
γερμανικά
:
Rucksack
(de)
ισπανικά
:
mochila
(es)
ιταλικά
:
zaino
(it)
ρωσικά
:
рюкзак
(ru)
(
rjukzák
)