Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σακοειδής η σακοειδής το σακοειδές
      γενική του σακοειδούς* της σακοειδούς του σακοειδούς
    αιτιατική τον σακοειδή τη σακοειδή το σακοειδές
     κλητική σακοειδή(ς) σακοειδής σακοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σακοειδείς οι σακοειδείς τα σακοειδή
      γενική των σακοειδών των σακοειδών των σακοειδών
    αιτιατική τους σακοειδείς τις σακοειδείς τα σακοειδή
     κλητική σακοειδείς σακοειδείς σακοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σακοειδής < σάκος + -ο- + -ειδής < αρχαία ελληνική σάκος / σάκκος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sa.ko.iˈðis/

  Επίθετο επεξεργασία

σακοειδής, -ής, -ές

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία