Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θυλακοειδής η θυλακοειδής το θυλακοειδές
      γενική του θυλακοειδούς* της θυλακοειδούς του θυλακοειδούς
    αιτιατική τον θυλακοειδή τη θυλακοειδή το θυλακοειδές
     κλητική θυλακοειδή(ς) θυλακοειδής θυλακοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θυλακοειδείς οι θυλακοειδείς τα θυλακοειδή
      γενική των θυλακοειδών των θυλακοειδών των θυλακοειδών
    αιτιατική τους θυλακοειδείς τις θυλακοειδείς τα θυλακοειδή
     κλητική θυλακοειδείς θυλακοειδείς θυλακοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θυλακοειδής < αρχαία ελληνική θυλακοειδής

  Επίθετο επεξεργασία

θυλακοειδής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία